- ευδιδακτος
- εὐδίδακτοςεὐ-δίδακτος2поддающийся обучению
τὸ τῆς ἡλιχίας εὐδίδακτον Diod. — юношеская восприимчивость к наукам
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τὸ τῆς ἡλιχίας εὐδίδακτον Diod. — юношеская восприимчивость к наукам
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδίδακτος — εὐδίδακτος, ον (ΑΜ) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διδάξει εύκολα, ο ευάγωγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διδακτός (< διδάσκω)] … Dictionary of Greek
εὐδίδακτος — docile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίδακτον — εὐδίδακτος docile masc/fem acc sg εὐδίδακτος docile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιδακτότερα — εὐδίδακτος docile neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίδακτα — εὐδίδακτος docile neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՋՈՒՍՈՒՄՆ — (սմունք.) NBH 2 0990 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. εὑδίδακτος bene doctus εὑμαθής docilis. Քաջ յուսման կամ ուսեալ. քաջուշեղ. հանճարաւոր. ուշիմ. յարմար առ գիտութիւն եւ առ կրթութիւն. *Եթէ ոք ʼի վատթարաց այսպէս քաջուսումն եղեալ յանկարծօրէն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)